- φλυαρογράφος
- ὁ, Ααυτός που γράφει φλυαρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαρος + -γράφος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλυαρογραφώ — έω, Α [φλυαρογράφος] λέξη που συχνά συγχέεται με το ρήμα φλυακογραφῶ* … Dictionary of Greek
φλυζογράφος — ον, ΜΑ φλυαρογράφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλύζω, άλλος τ. τού φλύω* + συνδετικό φωνήεν ο + γράφος*] … Dictionary of Greek